- καταδέχεται
- καταδέχομαιreceivepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάδεκτος — η, ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης μσν. ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταδέχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία] … Dictionary of Greek
καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… … Dictionary of Greek
καταδεκτικός — και καταδεχτικός, ή, ό (AM καταδεκτικός, ή, όν) [καταδέχομαι] νεοελλ. μσν. αυτός που καταδέχεται, αυτός που φέρεται με συγκαταβατικότητα και μετριοφροσύνη αρχ. ο δεκτικός … Dictionary of Greek
καταδέχομαι — καταδέχτηκα 1. δέχομαι με ευμένεια, είμαι καταδεχτικός: Δεν καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μας. 2. πέφτω από την αξιοπρέπειά μου, ανέχομαι: Καταδέχεσαι να τα βάζεις με μια γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδεχτικός — καταδεχτικός, ή, ό και καταδεκτικός, ή, ό αυτός που καταδέχεται τους άλλους, αυτός που δεν είναι περήφανος: Τον αγαπάμε όλοι, γιατί είναι καταδεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδεχτικότητα — καταδεχτικότητα, η και καταδεκτικότητα, η το να καταδέχεται κανείς τους άλλους: Δείξε λίγη καταδεχτικότητα και όλοι θα σε αγαπήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)